ηδύοινος

ηδύοινος
ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.)
2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι
αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + οίνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡδύοινος — producing sweet wine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύοινον — ἡδύοινος producing sweet wine masc/fem acc sg ἡδύοινος producing sweet wine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυοινότερος — ἡδύοινος producing sweet wine masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυοίνοις — ἡδύοινος producing sweet wine masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυοίνους — ἡδύοινος producing sweet wine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύοινοι — ἡδύοινος producing sweet wine masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THRACIA — sic a sarvitia incolarum, teste Isidorô dicta, olim Perca, teste Stephan. et Sithon, teste A. Gelliô, regio maxima Europae, mari Aegaeô ad Austrum, Propontide, quâ ab Asia separatur ad Ortum et mari Euxinô definita, a Mysia superiore et inferiore …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηδυοινία — ἡδυοινία, ἡ (AM) [ηδύοινος] η παραγωγή γλυκού κρασιού αρχ. η γλυκύτητα τού κρασιού, το γλυκό κρασί …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”